προξενεύω

προξενεύω
Ν
1. μεσολαβώ για τη σύναψη συνοικεσίου («τού προξενεύει ένα όμορφο κορίτσι»)
2. μεσολαβώ για τη σύναψη συμφωνίας, κυρίως για μίσθωση υπηρεσιών («αυτός που μού προξένεψες αποδείχθηκε ανέντιμος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προξενώ, κατά το παντρ-εύω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προξενεύω — προξενεύω, προξένεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προξενεύω — προξένεψα, προξενεμένος 1. μεσολαβώ σε σύναψη συνοικεσίου: Του προξενεύουνε ένα καλό κορίτσι. 2. μεσολαβώ, μεσιτεύω για αγοραπωλησία ή για μίσθωση εργασίας ή κτήματος: Μου προξενέψανε ένα καλό κτήμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παντρολογώ — έω και άω 1. διαπραγματεύομαι τη σύναψη γάμου μεταξύ δύο προσώπων, προξενεύω 2. μέσ. παντρολογιούμαι και παντρολογιέμαι και παντρολογούμαι επιδιώκω να παντρευτώ, ψάχνω να βρω σύζυγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντρειά + λογώ*] …   Dictionary of Greek

  • προαγεύων — Α (κατά τον Ησύχ.) «προξενών». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. πρέπει να αναγνωστεί προαγωγεύων (< προαγωγεύω «αποπλανώ, προξενεύω»)] …   Dictionary of Greek

  • προαγωγεύω — ΝΑ [προαγωγός] εκτελώ το έργο προαγωγού, παρακινώ, εξωθώ σε πορνεία, είμαι προαγωγός, μαστροπός αρχ. μτφ. ενεργώ ως προξενητής, προξενεύω («αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύει ὀφθαλμοῑς», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • προμνηστίνοι — αι, οἱ, αἱ, ΜΑ (επικ. τ.) 1. οι αλλεπάλληλοι 2. (κατά τον Ησύχ.) «προμνηστῑναι ἐπὶ μίαν ἀπὸ τοῡ προσμένειν» 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «προμνηστῑνοι κατὰ τάξιν, ἐφεξῆς». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο τ …   Dictionary of Greek

  • προμνώμαι — άομαι, Α 1. κάνω προξενιό, προξενεύω («προμνησάμενη τῷ Ἀετίωνι τὴν θυγατέρα», Λουκιαν.) 2. μτφ. παρακινώ, προτρέπω κάποιον σε κάτι 3. (με δοτ.) προσπαθώ να πείσω κάποιον να κάνει κάτι 4. γεν. συνιστώ, συμβουλεύω («τοιαῡτα προμνᾱται ἑκάστου… …   Dictionary of Greek

  • προξενειά — και προξενιά, η, Ν [προξενεύω] το προξενειό …   Dictionary of Greek

  • παντρολογώ — παντρολόγησα, παντρολογήθηκα 1. συζητώ για γάμο, προξενεύω: Το παιδί είναι μικρό ακόμα, μα οι γονείς του το παντρολογούν. 2. μέσ.,  παντρολογιέμαι και παντρολογιούμαι ζητώ να παντρευτώ, ή με προξενεύουν άλλοι: Χρόνια τώρα παντρολογιέται κι ακόμα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”